- μικροπυκνόμετρο
- τοφυσ. συσκευή η οποία επιτρέπει τον προσδιορισμό τής πυκνότητας ενός υλικού με τη χρησιμοποίηση ενός εξαιρετικά μικρού δείγματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια ως προς το α' συνθετικό λ.,πρβλ. γαλλ. microdensimetre (βλ. μικρ[ο]-)].
Dictionary of Greek. 2013.